βουλκανισμός

βουλκανισμός
vulcanisation

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βουλκανισμός — Μέθοδος κατεργασίας του καουτσούκ για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του. Ο συνηθισμένος β. γίνεται με προσθήκη θείου 8 10% σε ακατέργαστο καουτσούκ και διακρίνεται σε θερμό β. (μείγμα καουτσούκ και Θείου θερμαίνονται για 3 4… …   Dictionary of Greek

  • βουλκανισμός — ο η επεξεργασία του καουτσούκ με θείο, ώστε να βελτιωθεί η ελαστικότητα και η στεγανότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εβονίτης — Υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων και κυρίως στην επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών, επειδή τις προστατεύει από τα οξέα (ιδιαίτερα από το υδροχλωρικό) και από άλλα χημικά αντιδραστήρια. Ο ε. δεν διαφέρει σε τίποτε από… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστείωση — η βουλκανισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vulcanisation < ρ. vulcaniser < λατ. Vulcanus «Ήφαιστος»] …   Dictionary of Greek

  • θείωση ελαστικού κόμμεως — Βλ. λ. βουλκανισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”